- αζυμωσιά
- η [αζύμωτος]το να μη ζυμώνει, να μην παρασκευάζει κανείς ψωμί λόγω φτώχιας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζύμωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ζυμώθηκε καθόλου, ο μη ζυμωμένος ή αυτός που δεν ζυμώθηκε αρκετά, ο κακοζυμωμένος 2. αυτός που δεν ζύμωσε 3. (για υγρά) αυτός που δεν έχει υποστεί την κατάλληλη ζύμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζυμωτός < ζυμώνω. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek